φυραίνω

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. ελαττώνομαι σε βάρος ή σε όγκο
2. μαζεύω, ζαρώνω
3. φρ. «φύρανε το μυαλό του»
μτφ. έχει χάσει τις πνευματικές του ικανότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω / φυρῶ, κατά τα ρ. σε -αίνω. Η σημ. «αναμιγνύω, ζυμώνω» του αρχ. ρ. εξελίχθηκε στη νεοελλ. σημ. «μαζεύω, ελαττώνομαι, συρρικνώνομαι», λόγω του ότι το αλεύρι, όταν ζυμώνεται, ελαττώνεται σε όγκο, και μτφ. «χάνω τις πνευματικές ικανότητές μου»].