ζαρώνω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
(Μ ζαρώνω)
1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του»)
2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω
3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος
νεοελλ.
1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» — συνοφρυώνομαι, δυσφορώ
2. (μτχ. μέσ. παρακμ.) ζαρωμένος, -η, -ο
(κοροϊδευτικά) μικρόσωμος, καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ρ. ζαρώνω προέρχεται πιθ. από το οζάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. όζος «κλαδί» (> οζαρώνω > ζαρώνω)].