ζαρώνω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
(Μ ζαρώνω)
1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του»)
2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω
3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος
νεοελλ.
1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» — συνοφρυώνομαι, δυσφορώ
2. (μτχ. μέσ. παρακμ.) ζαρωμένος, -η, -ο
(κοροϊδευτικά) μικρόσωμος, καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ρ. ζαρώνω προέρχεται πιθ. από το οζάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. όζος «κλαδί» (> οζαρώνω > ζαρώνω)].