φρενόλυσσος
Greek (Liddell-Scott)
φρενόλυσσος: -ον, ὁ λυσσῶν τὰς φρένας, Καισάρ. 1096, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρενοβλαβής, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -λυσσος (< λύσσα), πρβλ. κυνό-λυσσος].
φρενόλυσσος: -ον, ὁ λυσσῶν τὰς φρένας, Καισάρ. 1096, ἔκδ. Mi.
-ον, Α
φρενοβλαβής, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -λυσσος (< λύσσα), πρβλ. κυνό-λυσσος].