φρενόλυσσος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Greek (Liddell-Scott)

φρενόλυσσος: -ον, ὁ λυσσῶν τὰς φρένας, Καισάρ. 1096, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρενοβλαβής, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -λυσσος (< λύσσα), πρβλ. κυνό-λυσσος].