φαντασιώ

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όω, Α φαντασία
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις
2. μέσ. φαντασιοῡμαι, -όομαι
πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.