χορταιόβαμος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ὁ, epith. of Silenus (cf. sq. 1), Hsch.; also χορταιο-βάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, Trag.Adesp.601.

Greek (Liddell-Scott)

χορταιόβᾱμος: ἢ -βάμων, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Σειληνοῦ παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + -βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ-βαμος].