Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προβιά

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβειά, η, Ν
1. δέρμα, δορά προβάτου είτε στη φυσική της κατάσταση είτε μετά από κατεργασία
2. (κατ' επέκτ.) δέρμα ζώου, τομάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. προβ- του αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) του πρόβατα + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μηλέα > μηλιά). Για τον σχηματισμό της λ. βλ. και λ. πρόβειος / πρόβιος].