φέριμποτ
Greek Monolingual
και, παλ. τ., φέρρυμπωτ και φέρρυμποτ, το, Ν
άκλ. ναυτ. οχηματαγωγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferryboat < ferry «πορθμείο» + boat «βάρκα»].
και, παλ. τ., φέρρυμπωτ και φέρρυμποτ, το, Ν
άκλ. ναυτ. οχηματαγωγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferryboat < ferry «πορθμείο» + boat «βάρκα»].