οχηματαγωγό

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

το
1. ναυτ. πλοίο ειδικά διασκευασμένο εσωτερικά και με κατάλληλο άνοιγμα στην πλώρη, την πρύμνη ή στις πλευρές του, το οποίο χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και τη μεταφορά οχημάτων
2. στρ. πολεμικό πλοίο που μπορεί να μεταφέρει αυτοκίνητα, τεθωρακισμένα και στρατεύματα και που αποτελεί και αποβατική μονάδα του στόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όχημα, -ατος + αγωγός].