Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οχηματαγωγό

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

το
1. ναυτ. πλοίο ειδικά διασκευασμένο εσωτερικά και με κατάλληλο άνοιγμα στην πλώρη, την πρύμνη ή στις πλευρές του, το οποίο χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και τη μεταφορά οχημάτων
2. στρ. πολεμικό πλοίο που μπορεί να μεταφέρει αυτοκίνητα, τεθωρακισμένα και στρατεύματα και που αποτελεί και αποβατική μονάδα του στόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όχημα, -ατος + αγωγός].