τρίσπονδος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice-poured, τ. χοαί a triple drink-offering to the dead, of honey, milk, and wine, S.Ant.431.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπονδοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπονδος: -ον, ὁ τρὶς χυθεὶς ἐν εἴδει σπονδῆς, τρ. χοαί, τριπλῆ σπονδὴ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, ἐκ μέλιτος, γάλακτος καὶ οἴνου, χοαῖσι τρισπόνδοις τὸν νέκυν στέφει Σοφ. Ἀντ. 431, πρβλ. Ὀδ. Λ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois libations ; τρίσπονδοι χοαί SOPH libation d’un triple mélange, càd de lait, de miel et de vin.
Étymologie: τρεῖς, σπονδή.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τρίσπονδοι χοαί» — τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί-σπονδος].