τλητικός

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ή, όν,

   A patient, Ph.1.193; gloss on ταλαίπωρος, Sch.Ar.Pl.33: Comp., Ph.1.591: Sup., ib.664. Adv. -κῶς ib.543, al., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1123] zum Leiden, Dulden gehörig, geschickt, geneigt, duldsam, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τλητικός: -ή, -όν, ὁ ὑπομένων, καρτερικός: «τοῦ ταλαιπώρου, τοῦ τλητικοῦ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, καρτερικῶς, ὑπομονητικῶς, Φίλων 1, 283.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τλητός
καρτερικός.
επίρρ...
τλητικῶς Α
με υπομονή, καρτερικά.