τλητικός
From LSJ
English (LSJ)
τλητική, τλητικόν, patient, Ph.1.193; Glossaria on ταλαίπωρος, Sch.Ar.Pl.33: Comp., Ph.1.591: Sup., ib.664. Adv. τλητικῶς ib.543, al., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1123] zum Leiden, Dulden gehörig, geschickt, geneigt, duldsam, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τλητικός: -ή, -όν, ὁ ὑπομένων, καρτερικός: «τοῦ ταλαιπώρου, τοῦ τλητικοῦ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, καρτερικῶς, ὑπομονητικῶς, Φίλων 1, 283.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τλητός
καρτερικός.
επίρρ...
τλητικῶς Α
με υπομονή, καρτερικά.