φλυκταινοειδής

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ές,

   A blister like, Hp.Mul.2.116.

German (Pape)

[Seite 1293] ές, blasenartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλυκταινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά φλύκταινας, που μοιάζει με φλύκταινα, φλυκταινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύκταινα + -ειδής].