φλυκταινώδης
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
φλυκταινῶδες, = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.
German (Pape)
[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.
Greek Monolingual
-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).