χαλκόπλευρος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs d’airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].