χαράδριον

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

τό, Dim. of χαράδρα, Str.16.4.13.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαράδρα, Στράβ. 773.

Greek Monolingual

(I)
και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α χαράδρα
υποκορ. του χαράδρα.———————— (II)
τὸ, Μ
βλ. χαλάδριον.