χαράδριον
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
τό, Dim. of χαράδρα, Str.16.4.13.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαράδρα, Στράβ. 773.
Greek Monolingual
(I)
και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α χαράδρα
υποκορ. του χαράδρα.
(II)
τὸ, Μ
βλ. χαλάδριον.
German (Pape)
τό, dim. von χαράδρα, eine mit Wasser gefüllte Vertiefung, Strabo.