χαράδρα
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
Ion. χαράδρη, ἡ,
A mountain-stream, torrent, which cuts itself (χαράσσει) a way down the mountain-side, κλειτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il.16.390, cf. D.P.1077; οἴνῳ.. ἅπασ' ἔρρει χαράδρα TeleclId.1.4 (anap.); χ. χειμερίη A.R.4.460; χαράδρα χειμάρρους καὶ βαθεῖα Plb.10.30.2; φωνὴ χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας (of a loud, harsh voice), Ar.V.1034 (anap.); χαράδρα κατελήλυθεν, of a torrent of words, Pherecr.51.
II the bed of such a stream, gully, ravine, κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Il.4.454; cf. Hdt.9.102, Th.3.98,107, X.An. 3.4.1, D.55.5; χαράδρα κρημνώδης Th.7.78; ἡ Νεμεὰς χαράδρα Aeschin.2.168, cf. X.HG4.2.15.
2 metaph. of wounds produced by scourging, Lib.Or.57.16.
3 prov., Οἰνώνη τὴν χαράδραν (fort. Οἰνόη τὴν χαράδραν) of those who bring misfortune on themselves, interpol. in Str.8.6.16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 lit creusé par un torrent, ravin ; ravine, torrent;
2 p. anal. ou p. ext. précipice ; chemin étroit et abrupt, défilé.
Étymologie: χαράσσω.
German (Pape)
ἡ, ion. χαράδρη, Erdriß, Spalt, Kluft, bes. vom reißenden Wasser gemacht, also Bett eines Waldstromes; κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Il. 4.454; Her. 9.102; und der Waldstrom, Gieß- od. Sturzbach selbst, πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16.390; Ar. Vesp. 1034. – eine Schlucht, in der sich stehendes Wasser gesammelt hat, und ein Wassergraben, Abzugsgraben; Xen. Hell. 4.2.15; Dem. 55.5; Aesch. 2.168; Sp. – Übh. Schlucht, Kluft, Hohlweg, Engpaß; Her. 7.176; κρημνώδης Thuc. 7.78; ἀνέκβατος 3.98; Pol. 3.53.5 und öfter; Fels, Opp. Cyn. 2.555; Felshöhle, Hal. 1.267.
Russian (Dvoretsky)
χᾰράδρα: ион. χαράδρη ἡ
1 рытвина, овраг, ущелье, Hom., Her., Thuc., Xen., Plut.;
2 горный поток Hom., Arph., Polyb.;
3 канава, водосток Dem.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράδρα: Ἰων. χαράδρη, ἡ, ὡς τὸ χείμαρρος, ὕδωρ πολὺ κατερχόμενον ἐξ ὄρους καὶ προερχόμενον ἐκ βροχῶν ἢ ἐκ τηκομένης χιόνος, ὅπερ ἀνοίγει φι’ ἑαυτὸ (χαράσσει) ὁδὸν κατὰ τὰ πλευρὰ τοῦ ὄρους, κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι Ἰλ. Π. 390, πρβλ. Διον. Π. 1077· οἴνῳ.. ἅπασ’ ἔρρει χαράδρα Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 4· χ. χειμερίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 460· χ. χειμάρρους καὶ βαθεῖα Πολύβ. 10, 30, 2· - ἐντεῦθεν φωνὴ τραχεῖα καὶ βραχνὴ παραβάλλεται πρὸς φωνὴν χαράδρας ὅλεθρον τετοκυίας, Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1034, πρβλ. Εἰρήν. 759· χαράδρα κατελήλυθεν, ἐπὶ χειμάρρου λέξεων, Φερεκράτης ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4· πρβλ. κυκλοβορέω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαράδρα· χείμαρρος ποταμός». ΙΙ. ἡ κοίτη τοιούτου χειμάρρου, εἰς τὸ βάθος φάραγγος, οἷαι συνήθως ὑπάρχουσι κατὰ τὰς πλευρὰς τῶν ὀρέων, κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Ἰλ. Δ. 454· πρβλ. Ἡρόδ. 9. 102, Θουκ. 3. 98, 107, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 1· χ. κρημνώδης Θουκ. 7. 78· πρβλ. χαραδρόω. - Φαίνεται δὲ ὅτι χείμαρρός τις ἐν Νεμέᾳ ἐκαλεῖτο ἡ Νεμεὰς χ., Αἰσχίνης 50. 36, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 15. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαράδραι· αἱ χαράξεις τοῦ ἐδάφους, καὶ οἱ κοῖλοι τόποι ἀπὸ τῶν καταφερομένων ὀμβρίων ὑδάτων». 2) Παρὰ Δημ. 1273. 6, φαίνεται ὅτι σημαίνει τεχνικὸν ὀχετὸν πρὸς διοχέτευσιν ὕδατος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαράδρη Α
επίμηκες βαθύ άνοιγμα γης, κυρίως σε πλαγιά λόφου ή βουνού
νεοελλ.
μτφ. κάθε βαθύ και στενό άνοιγμα ή πτυχή σε οποιαδήποτε επιφάνεια
αρχ.
1. χείμαρρος που ρέει ορμητικά στις πλαγιές λόφου ή βουνού
2. σπήλαιο («ἑὴν νόστησε χαράδρην», Οππ.)
3. βράχος
4. τεχνητός οχετός για τη διοχέτευση νερού
5. μτφ. α) βαθιά πληγή μετά από τραυματισμό
β) βραχνή φωνή
γ) μεγάλος αριθμός λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χαράδρα έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του χέραδος «πέτρα, χαλίκι» με επίθημα -ρα (πρβλ. πέτρα, χώρα), κατά το σχήμα ἕδος: ἕδρα, ἔχθος: ἔχθρα. Αντίθετα, η σύνδεση της λ. με το ρ. χαράσσω, αν και υποστηρίζεται συχνά, δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. χρησιμοποιείται επίσης και ως τοπωνύμιο, ενώ ο μεταπλασμένος κατά τα αρσ. τ. Χάραδρος, όν. ποταμού, απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. Karadoro). Με τη λ. χαράδρα, τέλος, πρέπει μάλλον να συνδεθούν και τα τοπωνύμια της Μακεδονίας Γαλάδρα(ι) και Γάλαδρος, καθώς και οι τ. Χαλάδριοι / Χαράδριοι, όν. λαού της Ήλιδος].
Greek Monotonic
χᾰράδρα: Ιων. χαράδρη, ἡ (χαράσσω)·
I. νερό που κατεβαίνει από βουνό, χείμαρρος, που ανοίγει στον εαυτό του (χαράσσει) ένα δρόμο κάθετο στην πλευρά του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, δυνατή, τραχεία φωνή παραβάλλεται με το φωνὴ χαράδρας, σε Αριστοφ.
II. 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, λαγκαδιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. οχετός που μεταφέρει νερό βροχής από τον δρόμο, σε Δημ.
Middle Liddell
χᾰράδρα, Ionic χαράδρη, ἡ, χαράσσω
I. a mountain stream, a torrent, which cuts itself (χαράσσεἰ a way down the mountain-side, Il.:—hence, a loud, brawling voice is compared to the φωνὴ χαράδρας, Ar.
II. the bed of a torrent, a gully, ravine, Il., etc.
2. a conduit for carrying rain-water off a road, Dem.
Frisk Etymology German
χαράδρα: {kharádra}
See also: s. χέραδος.
Page 2,1073
English (Woodhouse)
ravine, of a mountain stream, torrent bed
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
fossa, ditch, trench, 3.25.1, 3.98.1, 3.107.3, 3.112.6, 7.78.5.