Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το, Ν χαζεύω1. το να γίνεται κανείς χαζός2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο τουβ) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.