χαζεύω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
Ν χαζός
1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;»)
2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος
3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σέ χάζευα πολλή ώρα»)
4. εντυπωσιάζομαι πολύ από κάτι («μόλις το άκουσα, χάζεψα»).