φωταγώγηση

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη.