ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
φωταγωγῶ, -έω, ΝΜΑ φωταγωγός
φωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζω
μσν.-αρχ.
εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.)
αρχ.
(για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός.