υπέρχρεως
Greek Monolingual
-ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, -ον, Μ
βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεως, ὑπό-χρεως].
-ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, -ον, Μ
βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεως, ὑπό-χρεως].