φαρί

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ
άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα φαριά μουγκρίζου», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αραβ. faras «ίππος»].