ιππασία

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source

Greek Monolingual

η (Α ἱππασία) ιππάζομαι
1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς
2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῖσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
μια θέση του σώματος στην ενόργανη γυμναστική
αρχ.
1. παρέλαση ιππικού
2. αρματηλασία
3. το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)
4. επιγρ. ιππικοί αγώνες.