τρικυλίνδητος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.

Greek Monolingual

και τρικαλίνδητος, -ον, Α
αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].