υπόκρουση

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ὑπόκρουσις, -ούσεως, ΝΑ ὑποκρούω
νεοελλ.
συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο (α. «με υπόκρουση πιάνου» β. «με υπόκρουση ορχήστρας»)
αρχ.
διακοπή του λόγου.