σφίγκτωρ

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for

   A σφιγκτήρ 1, ib.233 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

σφίγκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ σφιγκτήρ, γενύων σφίγκτορ’ ἐϋρραφέα Ἀνθ. Π. 6. 233.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].