ορος, ὁ, poet. for
A σφιγκτήρ 1, ib.233 (Maec.).
σφίγκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ σφιγκτήρ, γενύων σφίγκτορ’ ἐϋρραφέα Ἀνθ. Π. 6. 233.
-ορος, ὁ, Α(ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].