τζάμπα

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τσάμπα Ν
επίρρ.
1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν
2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα
3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» — είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι
β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ»
[χάθηκε ή πέθανε] εντελώς άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba].