το / φύλακτρον, ΝΑνεοελλ.συν. στον πληθ. τα φύλακτρατο ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκη ή σε προκυμαίααρχ.(στην Αίγυπτο) το φυλακιτικόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + επίθημα -τρον].