φύλακτρο

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φύλακτρον, ΝΑ
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα φύλακτρα
το ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκη ή σε προκυμαία
αρχ.
(στην Αίγυπτο) το φυλακιτικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + επίθημα -τρον].