φυσίαμα

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,

   A breathing hard, blowing, ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, das Blasen, Schnauben, Hauchen, Aesch. Eum. 53.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίᾱμα: τό, φύσημα δυνατὸν τῆς ἀναπνοῆς, ῥέγκουσι δ’ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 53.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit d’une respiration forte.
Étymologie: φυσιάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α φυσιῶ
δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα.