φυσιάω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
Ep. part. φυσιόων:—intr.,
A blow, puff, snort, breathe hard, pant, ἵπποι φυσιόωντες Il.4.227, 16.506; μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον A.Eu.248; φυσιῶν.. ἐκβάλλει ῥοὴν.. φοινίου σταλάγματος S.Ant.1238: metaph., μέσφ' ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει Cerc.4.49.
2 hiss, φυσιόωσα ἔχις Opp.C.3.439, cf. 1.262.
3 metaph., to be puffed up, Naumach. ap. Stob.4.23.7.
German (Pape)
[Seite 1317] blasen, schnauben, heftig atmen, mit Anstrengung atmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. αἷμα ἐξέπνευσε; zischend, ἔχις φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N.T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
French (Bailly abrégé)
φυσιῶ :
seul. prés.
souffler avec force, respirer bruyamment.
Étymologie: φῦσα.
Russian (Dvoretsky)
φῡσιάω: тяжело дышать, храпеть (ἵπποι φυσιόωντες Hom.): φ. τινι Aesch. задыхаться от чего-л.; φυσιῶν ἐχβάλλει πνοήν (v.l. ῥοήν) Soph. он с хрипением испускает дух.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσιάω: Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ φυσάω 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἀναπνέω δυνατά, ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω, ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. φυσάω ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) σίζω, συρίζω, φυσιόωσα ἔχις Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
Greek Monotonic
φῡσιάω: Επικ. μτχ. αμτβ., φυσάω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
φῡσιάω,
epic part. φῡσιόων, intr. to blow, puff, breathe hard, pant, Il., Aesch., Soph.
Translations
pant
Albanian: dihat; Bulgarian: пъхтя, задъхвам се; Catalan: panteixar; Chinese Mandarin: 喘氣, 喘气, 喘息, 氣喘吁吁; Czech: supět, funět, ztěžka/zrychleně dýchat; Dutch: hijgen; Esperanto: anheli; Finnish: huohottaa, läähättää, puuskuttaa; French: haleter; Galician: abarquiñar, acorar, arfar, alasar, ampear; German: hecheln, keuchen, schnaufen; Greek: αγκομαχάω, ασθμαίνω, βαριανασαίνω, λαχανιάζω; Ancient Greek: ἀνασθμαίνω, ἄνω ἔχειν τὸ πνεῦμα, ἀπνοέω, ἀσθμάζω, ἀσθμαίνω, ἀσπαίρω, ἀσπαρίζω, δυσπνοέω, ἐξασθμαίνω, μαιμάω, πνευματιάω, πνευστιάω, πνευστιῶ, πνέω, σπαίρω, φυσιάω; Hungarian: liheg, zihál; Icelandic: mása; Italian: ansare, ansimare, boccheggiare; Japanese: 喘ぐ; Latin: anhelo; Luxembourgish: hechelen; Maori: kahekahe, kuhakuha, whakahotuhotu, huatare, whakaaeaea, taretare, tūngāngā, kihakiha; Old English: sworettan; Ottoman Turkish: صولومق; Persian: رخیدن; Polish: dyszeć; Portuguese: ofegar, arfar, arquejar; Russian: пыхтеть, задыхаться, запыхаться, запыхаться; Scottish Gaelic: plosg; Spanish: jadear, harbar, acezar, resollar, resolgar; Swedish: flämta, flåsa; Tagalog: hingalin; Walloon: panti, haner