φοίτης

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = κῆρυξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανο-φοίτης)].