οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Full diacritics: φοίτης | Medium diacritics: φοίτης | Low diacritics: φοίτης | Capitals: ΦΟΙΤΗΣ |
Transliteration A: phoítēs | Transliteration B: phoitēs | Transliteration C: foitis | Beta Code: foi/ths |
φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανοφοίτης)].