ὑπόβραχυς

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

εια, υ,

   A rather short in stature, Phld.Acad.Ind. p.51 M.    II in Metric, ὑπόβραχυς (sc. πούς), the foot, Diom.p.481 K.

German (Pape)

[Seite 1212] υ, etwas kurz, ὑπόβραχυ, adv., allmälig, καὶ ἡσυχῇ ὑποχωρεῖν Ael. H. A. 4, 34.

Greek Monolingual

-εία, -υ, Α
1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα -∪ - - -.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βραχύς.