τετρακυκλικός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων
2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic < τετρ(α)- + κυκλικός.