φιλάσθενος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάσθενος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐκόλως ἀσθενῶν, ἀσθενικός, Ἱππ. (;)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάσθενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, που έχει ασθενική κράση, ευπρόσβλητος από ασθένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀσθενής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.].