υπαρχηγός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η, Ν
ο αμέσως κατώτερος του αρχηγού, ο αναπληρωτής του αρχηγού («υπαρχηγός του επιτελείου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].