υποκρεμάννυμι

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω
2. παθ. ὑποκρεμάννυμαι
κρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», Γρηγ
Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].