χειροπόδης

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with chapped feet, Alc.37 B.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).

Greek (Liddell-Scott)

χειροπόδης: -ου, ὁ, (ἢ μᾶλλον χιρο-, πρβλ. χειράς), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄ , 152.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. χιροπόδης.