τριτότοκος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / τριτότοκος, -ον, ΝΜ
τρίτος στη σειρά γέννησης, γεννημένος μετά από δύο άλλα αδέλφια («τριτότοκη κόρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].