ὑπάρκτιος

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον, (ἄρκτος)

   A towards the north, Plu.Mar.11, Sert.17.

German (Pape)

[Seite 1183] gegen Norden liegend, Plut. Sert. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάρκτιος: -ον, πρὸς βορρᾶν, Πλουτ. Μάρ. 11, Σερτώρ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé au nord.
Étymologie: ὑπό, ἄρκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄρκτιος «βόρειος»].