-ές, Α(ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυ-κρατής, πολυ-κρατής].