φρενοκρατής

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυκρατής, πολυκρατής].