χλωρότητα

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χλωρότης, -ητος, ΝΜΑ χλωρός
η ιδιότητα του χλωρού
αρχ.
1. ωχρότητα, κιτρινάδα
2. φρεσκάδα
3. το ωχρό χρώμα που παίρνει ο χρυσός όταν αναμιγνύεται με άργυρο.