φρεσκάδα
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του φρέσκου, νωπότητα
2. δροσερότητα («φρεσκάδα του δέρματος»)
3. δροσερή, ευχάριστη ατμόσφαιρα
4. μτφ. σωματική και πνευματική ευφορία, ευδιαθεσία, θαλερότητα («γέρασε, αλλά διατηρεί τη φρεσκάδα της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος + κατάλ. -άδα (πρβλ. ασπράδα)].