ὑπνηρός

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ά, όν, = foreg. 1:

   A τὸ ὑ. drowsiness, Hp. Aër.24.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνηρός: -ά, -όν, ὑπὸ τοῦ ὕπνου κατεχόμενος· τὸ ὑπνηρόν, ὑπνώδης διάθεσις, «νύστα», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπνηρόν
η υπνηλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].