υπνηλία

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source

Greek Monolingual

η / ὑπνηλία, ΝΜ ὑπνηλός
1. ιατρ. α) ακατανίκητη τάση για ύπνο, έξω από τον συνήθη χρόνο, που οδηγεί σε ύπνο μικρού βάθους και μικρής διάρκειας, φαινόμενο συχνό σε παχύσαρκους, γέροντες και αναρρωνύοντες·β) ελαφρά διαταραχή συνειδήσεως, θόλωση διανοίας ή ελαφρά σύγχυση
2. κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στην εγρήγορση.