ἀναδενδράδα, Hsch.; cf. ὑιήν.
υἱόν: τό, ἀγρία ἄμπελος (ἀναδενδρὰς) Ἡσύχ., πρβλ. υἱή.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα».[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υιή (II)].