φλεβεκτομή

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος μιας φλέβας για την αντιμετώπιση κιρσοπάθειας ή θρόμβωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectomie < φλέβα + εκτομή].