φλεβεκτομή
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος μιας φλέβας για την αντιμετώπιση κιρσοπάθειας ή θρόμβωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectomie < φλέβα + εκτομή].
η, Ν
ιατρ. χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος μιας φλέβας για την αντιμετώπιση κιρσοπάθειας ή θρόμβωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectomie < φλέβα + εκτομή].