αντιμετώπιση

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η
η πράξη του αντιμετωπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμετωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη].